αδιάφορος,
-η, -ο, επίθ.
[<μτγν. ἀδιάφορος], αδιάφορος· που δε δίνει σημασία, που δεν ενδιαφέρεται
ερωτικά για κάποιον: «αυτή πεθαίνει για πάρτη του, αλλά αυτός είναι αδιάφορος».
(Λαϊκό τραγούδι: μη θες να είμαι αδιάφορος και άλλες να κοιτάζω και
ό,τι κάνεις κι ό,τι λες να μην τα λογαριάζω).Επίρρ. αδιάφορα·
-
αδιάφορο αν…, ανεξάρτητα
από το αν…: «δε μ’ ενδιαφέρει τι θα κάνεις εσύ, κι αδιάφορο αν έρθεις ή όχι,
εμείς θα προχωρήσουμε»·
- μου
είναι αδιάφορο, δε
δίνω καμιά σημασία, δε με ενδιαφέρει: «μου είναι αδιάφορο τι θα κάνει για να τα
βγάλει πέρα || καλά, δε σκέφτεσαι πώς θα θρέψει την οικογένειά του; -Μου είναι
αδιάφορο»·
-
σφυρίζει αδιάφορα, δε
δίνει καμιά σημασία, δεν ενδιαφέρεται για κάτι, κάνει πως δεν καταλαβαίνει τη
δύσκολη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί: «εδώ ο αδερφός του κινδυνεύει να πάει
φυλακή, κι αυτός σφυρίζει αδιάφορα || η επιχείρηση πάει κατά διαβόλου, κι αυτός
σφυρίζει αδιάφορα».